κλιμάκιο

κλιμάκιο
το
1. σκαλί, σκαλοπάτι.
2. τμήμα στρατού που αποτελεί στοιχείο μεγαλύτερης στρατιωτικής μονάδας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλιμάκιο — το (AM κλιμάκιον) [κλίμαξ] νεοελλ. 1. μτφ. μέρος, τμήμα, υποδιαίρεση 2. μτφ. θέση στην ιεραρχία («τα ανώτερα κλιμάκια τού κόμματος») 3. μτφ. μικρό τμήμα στρατού ή άλλου σώματος, που αποτελεί στοιχείο άλλου μεγαλύτερου συνόλου διατεταγμένου κατά… …   Dictionary of Greek

  • εμπροσθοφυλακή — Το επικεφαλής στοιχείο μιας δύναμης που προελαύνει και έχει ως κύρια αποστολή την εξασφάλιση της απρόσκοπτης κίνησης του κύριου σώματος. Αναλυτικότερα, η αποστολή της ε. είναι να αναζητά και να εκμεταλλεύεται τα κενά του εχθρικού αμυντικού… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακίδιον — κλιμακίδιον, τὸ (Α) [κλίμαξ] κλιμάκιο, μικρή σκάλα …   Dictionary of Greek

  • μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… …   Dictionary of Greek

  • προπομπός — ο / προπομπός, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον 2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί 3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο τής εμπροσθοφυλακής αρχ. 1. (ως επίθ) αυτός …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβάθμιος — α, ο, Ν 1. ο πρώτος ως προς τον βαθμό ή τη σειρά ή ο πρώτος στην τάξη μιας ιεραρχίας (α. «πρωτοβάθμια εκπαίδευση» η δημοτική εκπαίδευση β. «πρωτοβάθμια οργάνωση» οργάνωση, συνήθως συνδικαλιστική, που μαζί με άλλες όμοιές της συμμετέχουν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”